- αποξενωσις
- ἀποξένωσιςἀπο-ξένωσις-εως ἥ пребывание на чужбине Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποξένωσις — living abroad fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξενώσει — ἀποξένωσις living abroad fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποξενώσεϊ , ἀποξένωσις living abroad fem dat sg (epic) ἀποξένωσις living abroad fem dat sg (attic ionic) ἀποξενόω drive from house and home aor subj act 3rd sg (epic) ἀποξενόω drive from … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξενώσεις — ἀποξένωσις living abroad fem nom/voc pl (attic epic) ἀποξένωσις living abroad fem nom/acc pl (attic) ἀποξενόω drive from house and home aor subj act 2nd sg (epic) ἀποξενόω drive from house and home fut ind act 2nd sg ἀ̱ποξενώσεις , ἀποξενόω drive … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξένωσιν — ἀποξένωσις living abroad fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποξένωση — η (AM ἀποξένωσις) νεοελλ. το να καθίσταται ή να θεωρείται κάποιος ξένος αρχ. μσν. ο αποχωρισμός αρχ. η διαμονή σε ξένο τόπο … Dictionary of Greek